ΔικηγοροςΔιαζυγιων.gr

ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΜΕΤΑ ΑΠΟ ΔΙΑΖΥΓΙΟ

ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΜΕΤΑ ΑΠΟ ΔΙΑΖΥΓΙΟ

Σε μία ενδιαφέρουσα απόφαση σχετικά με τα δικαιώματα των συζύγων στην περιουσία που αποκτήθηκε κατά τη διάρκεια του γάμου, το Εφετείο Θεσσαλονίκης δέχθηκε τα εξής:

Κατά τη διάταξη του άρθρου 1400 ΑΚ: “Αν ο γάμος λυθεί ή ακυρωθεί και η περιουσία του ενός συζύγου έχει, αφότου τελέσθηκε ο γάμος, αυξηθεί, ο άλλος σύζυγος, εφόσον συνέβαλε με οποιονδήποτε τρόπο στην αύξηση αυτή, δικαιούται να απαιτήσει την απόδοση του μέρους της αύξησης, το οποίο προέρχεται από τη δική του συμβολή. Τεκμαίρεται ότι η συμβολή αυτή ανέρχεται στο 1/3 της αύξησης, εκτός αν αποδειχθεί μεγαλύτερη ή μικρότερη ή καμία συμβολή”. Από τη διάταξη αυτή, λαμβανόμενη σε συνδυασμό με το άρθρο 216 του Κ.Πολ.Δ., συνάγεται ότι στοιχεία για το ορισμένο της εκ της άνω διατάξεως αγωγής είναι 1) η λύση ή ακύρωση του γάμου ή κατ` ανάλογη εφαρμογή, η συμπλήρωση τριετούς διαστάσεως των συζύγων, 2) η αύξηση της περιουσίας του ενός των συζύγων κατά τη διάρκεια του γάμου και 3) η συμβολή του άλλου συζύγου στην αύξηση αυτή με οποιοδήποτε τρόπο. Συνεπώς, για το ορισμένο της αγωγής αυτής, πρέπει να προσδιορίζονται στο δικόγραφο της, εκτός από τα, κατά τη διάταξη, κρίσιμα χρονικά σημεία, η πραγματική αυξητική διαφορά στην περιουσιακή κατάσταση του υπόχρεου, που συνιστά το απόκτημα με την ευρύτερη έννοια του όρου (θετική ή αρνητική με την αποφυγή μειώσεως) και περιλαμβάνει το σύνολο των δικαιωμάτων που είναι δυνατόν να αποτιμηθούν, περαιτέρω δε η έκταση και το είδος της συμβολής του δικαιούχου στην αύξηση αυτή με οποιοδήποτε τρόπο.

Ειδικότερα, για το στοιχείο της αυξήσεως λαμβάνεται υπόψη το σύνολο της περιουσιακής καταστάσεως του υπόχρεου, ώστε, απο τη σύγκριση της περιουσιακής καταστάσεως στο χρονικό σημείο της τελέσεως του γάμου (αρχική περιουσία) με την υπάρχουσα στο χρονικό σημείο που γεννάται η αξίωση (τελική περιουσία), πρέπει να προκύπτει αύξηση. Η τελευταία δεν αποκλείεται να αρχίζει με την αγωγή από μία ή περισσότερες μεν αλλά συγκεκριμένες κτήσεις του υπόχρεου, οπότε η συμβολή του ενάγοντος υπολογίζεται με βάση την τελική αξία τούτων. Η τυχόν ύπαρξη αρχικής περιουσίας ή στοιχείων που τη διαφοροποιούν όπως χρεών και παθητικού αποτελεί βάση ένστασης, που προβάλλεται και αποδεικνύεται από τον εναγόμενο. Περαιτέρω, ο χρόνος λύσεως ή ακυρώσεως του γάμου ή συμπληρώσεως τριετίας από τη συζυγική διάσταση είναι κρίσιμος για την εξεύρεση της εν λόγω τελικής περιουσίας, υπό την έννοια του καθορισμού των περιουσιακών στοιχείων που την αποτελούν [βλ. τις υποστηριζόμενες στη νομολογία και θεωρία απόψεις ως προς το θέμα του χρόνου υπολογισμού της τελικής περιουσίας Ε. Κουνουγέρη-Μανωλεδάκη Οικογενειακό Δίκαιο τεύχ. Ιβ, γ έκδ. σελ.. 250 επ.]. Για την περαιτέρω, όμως, αναγωγή σε χρήμα των περιουσιακών αυτών στοιχείων, για την εξεύρεση δηλαδή της αξίας τους σε χρήμα, κρίσιμος είναι ο χρόνος της παροχής έννομης προστασίας, ήτοι ο χρόνος της ασκήσεως της αγωγής (ΑΠ 287/2011 δημοσ. ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 209/2010 δημ. ΝΟΜΟΣ, Α.Π. 1912/2009 ΕλλΔνη 2011.82).

Η κατά το άρθρο 1400 ΑΚ αξίωση του συζύγου για συμμετοχή στα αποκτήματα του άλλου είναι ενοχική και προσωποπαγής, γεννάται δε από τη στιγμή που θα λυθεί ή θα ακυρωθεί αμετακλήτως ο γάμος ή που θα συμπληρωθεί τριετία στη διάσταση των συζύγων (ΑΠ 1387/99, 87/1998). Εξάλλου, όπως συνάγεται από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 3, 174, 178, 871, 1400 και 1441 ΑΚ, η διάταξη του άρθρου 1400 ΑΚ έχει το χαρακτήρα κανόνα αναγκαστικού δικαίου και συνεπώς παραίτηση του δικαιούχου ή σύναψη αντιθέτων συμφωνιών εκ των προτέρων, πριν δηλαδή γεννηθεί η σχετική αξίωση απαγορεύεται και είναι άκυρη. Κατ` εξαίρεση είναι ισχυρή η αντίθετη προς τον κανόνα του άρθρου 1400 ΑΚ συμφωνία πριν από τη γέννηση της αξίωσης συμμετοχής στα αποκτήματα, όταν αυτή περιεχόμενο έχει ένα γενικότερο διακανονισμό των περιουσιακών σχέσεων των συζύγων ενόψει συναινετικού διαζυγίου (αρθρ. 1441 ΑΚ) , οπότε τελεί υπό την αναβλητική αίρεση της εκ του λόγου τούτου διαζυγίου λύσης του γάμου. Πράγματι, αφού μόνη η κοινή συναίνεση σε διαζύγιο συνιστά αυτοτελή και δεσμευτικό για το δικαστή λόγο διαζυγίου, πολύ περισσότερο θα είναι ισχυρή και η υπό αίρεση ρύθμιση στο στάδιο αυτό της ενοχικής αξιώσεως για τα αποκτήματα, ακόμη και δια παραιτήσεως, εκτός αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συντρέχουν οι γενικοί όροι ακυρότητας της δηλώσεως βουλήσεως, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 178 και 179 ΑΚ (ΑΠ 668/2001). Η ρυθμιστική αυτή για τα αποκτήματα συμφωνία, εφόσον δεν πληρωθεί η αναβλητική αίρεση υπό την οποία τελεί, δηλαδή της λύσεως του γάμου με συναινετικό διαζύγιο δεν επιφέρει αποτελέσματα και δεν μπορεί ως εκ τούτου να θεμελιώσει ανατρεπτική ένσταση (Α.Π. 336/2010 δημ. ΝΟΜΟΣ, Α.Π. 1872/2009 Χρ.ΙΔ. 2010.622, Α.Π. 19/2004 ΕλλΔνη 2006.1355) …

Η απόκτηση της περιουσίας αυτής εκ μέρους του εναγομένου έγινε με το εισόδημα της ατομικής του επιχείρησης και με τη συνεισφορά της ενάγουσας, όπως αναλυτικά εκτίθεται στη συνέχεια. Συγκεκριμένα, ο εναγόμενος εργαζόταν όπως και πριν από το γάμο τους ως έμπορος οπωροκηπευτικών τα οποία μεταπωλούσε χονδρικώς και σε λαϊκές αγορές. Παράλληλα, αυτός καλλιεργούσε χωράφια για οπωροφόρα δένδρα, την παραγωγή των οποίων συνέλεγε και πωλούσε είτε χονδρικώς είτε σε διάφορες λαϊκές αγορές. Στις εργασίες του αυτές βοηθείτο κατά κύριο λόγο από τον γεννηθέντα το έτος 1933 πατέρα του ο οποίος ασκούσε παλαιότερα το ίδιο επάγγελμα, κοντά στον οποίο μαθήτευσε ο εναγόμενος από μικρή ηλικία. Ο ίδιος γνώριζε καλά το αντικείμενο των εργασιών του, δούλευε σκληρά πολλές ώρες καθημερινά και κατάφερε να εξελιχθεί επαγγελματικά και η επιχείρηση να του απόφερει κέρδη. Τα μηνιαία εισοδήματα του εναγομένου από τις δραστηριότητές του αυτές ανέρχονταν το έτος 1993 σε 150.000 δραχμές αυξανόμενα ετησίως κατά ποσοστό 8% τουλάχιστον. Κατά το έτος 1997 τα μηνιαία εισοδήματά του από την επαγγελματική του δραστηριότητα ανήλθαν σε 250.000 δραχμές και έκτοτε αυξάνονταν κατά ποσοστό 10% ετησίως, ενώ κατά το χρόνο διάσπασης της έγγαμης συμβίωσης και εφεξής τα μηνιαία εισοδήματά του ανέρχονταν σε 2.500 ευρώ, περίπου. Αυτός επίσης, κάλυπτε το σύνολο σχεδόν των οικογενειακών δαπανών.

Η ενάγουσα που το έτος 1992 είχε τελειώσει τη σχολή κομμωτικής «……………..», μετά το γάμο τους και κατά το χρονικό διάστημα από το Μάιο του έτους 1993 έως και τον Ιούλιο του ιδίου έτους, εργαζόταν ως κομμώτρια στο κομμωτήριο της …………….. και λάμβανε 60.000 δρχ. μηνιαίως. Από τον Αύγουστο του ιδίου έτους και εφεξής έως το έτος 1997 δεν εργαζόταν, αλλά εμφαίνονταν εικονικά ως εργαζόμενη στην επιχείρηση «………………» συμφερόντων του εναγομένου συζύγου της, προκειμένου να θεμελιώσει δικαίωμα ασφάλισης και σύνταξης από τον ασφαλιστικό οργανισμό του ΙΚΑ. Από το έτος 1997 και μετά η ενάγουσα άρχισε να βοηθά τον εναγόμενο σύζυγο της. Ειδικότερα, αυτή μετέβαινε μαζί του στις λαϊκές αγορές δύο φορές την εβδομάδα και βοηθούσε στην πώληση των προϊόντων του, χωρίς αμοιβή. Κατά τη διάρκεια της απουσίας της για την εργασία αυτή, οι διάδικοι τη φροντίδα των παιδιών τους την ανέθεταν επ` αμοιβή σε τρίτο πρόσωπο. Επίσης, η ενάγουσα από το έτος 1997 και μετά έως το τέλος του έτους 2003, εργαζόταν περιστασιακά ως κομμώτρια έχοντας διαμορφώσει υποτυπωδώς ένα χώρο της οικογενειακής στέγης όπου περιποιόταν τις πελάτισσές της, αλλά προσέφερε τις υπηρεσίες της κομμώτριας και εκτός αυτού στα σπίτια πελατών της. Η ίδια για ένα μικρό διάστημα εργάστηκε ως πλασιέ καλλυντικών. Τα εισοδήματα από τις περιστασιακές και όχι οργανωμένες δραστηριότητες δεν αποδεικνύονται. Η μάρτυρας αδελφή της που εξετάστηκε ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, παρά τη διαφαινόμενη προσπάθειά της να την εξυπηρετήσει δεν μπόρεσε να προσδιορίσει έστω και κατά προσέγγιση τον αριθμό των πελατών, την αμοιβή και τα λοιπά στοιχεία, ώστε να εξαχθεί το εισόδημα αυτής, παρά μόνον γενικά και αόριστα αναφέρει για τα εισοδήματα ότι ήταν «γύρω στα 90.000 – 100.000 δραχμές». Ούτε μπορεί το δικαστήριο να σχηματίσει δικανική πεποίθηση για το ύψος των εισοδημάτων της ενάγουσας από την αναφερόμενη παραπάνω με αριθμό …/2010 ένορκη βεβαίωση που επικαλείται και προσκομίζει η ενάγουσα. Οι αναφερόμενοι σ` αυτή δύο μάρτυρες που καταθέτουν συγχρόνως [χοροδιακώς εν είδει «ντουέτου»] σε μία [κοινή] ένορκη βεβαίωση, δηλαδή κατά τρόπο που προξενεί εύλογα ερωτηματικά, ως προς το περιεχόμενο δε της κατάθεσης τους δεν προσδιορίζουν κανένα στοιχείο από το οποίο μπορεί να συναχθεί το ύψος των εισοδημάτων της και γενικότερα δημιουργούν πολλές αμφιβολίες για την αξιοπιστία τους, αφού ολόκληρα τμήματα της κατάθεσής τους αποτελούν αυτολεξεί επανάληψη του κειμένου της αγωγής [σελ. 14, 15, 16, 17 και 18 αυτής]. Εξάλλου, δεν προσκομίζονται έγγραφα από τα οποία να προκύπτουν έστω και εμμέσως τα εισοδήματα της ενάγουσας από την δραστηριότητά της ως κομμώτριας και πλασιέ καλλυντικών. Τα εισοδήματα της ενάγουσας από τις παραπάνω δραστηριότητές της δεν μπορούν να συναχθούν από τα με επίκληση προσκομιζόμενα από την τελευταία εκκαθαριστικά σημειώματα των οικονομικών ετών 2000-2006 [χρήσεις 1999-2005], διότι τα εισοδήματα στα σημειώματα αυτά στηρίζονται σε δηλώσεις της ίδιας και δεν έχουν ελεγχθεί ακόμα από την αρμόδια Δ.Ο.Υ. ως προς την ειλικρίνειά τους, για τα οποία το Δικαστήριο διατηρεί πλείστες αμφιβολίες αναφορικά με την ορθότητά τους, καθόσον σ` αυτά, όπως συνομολογείται από την ενάγουσα, δηλώνονται εισοδήματα από μισθωτές υπηρεσίες κατά τα παραπάνω έτη, ενώ η ίδια εκθέτει στην αγωγή της ότι δεν παρείχε επ` αμοιβή την εργασία της σε τρίτο εργοδότη, ενώ το κυριότερο τα εισοδήματά της από τις παραπάνω δραστηριότητες, τις οποίες με την αγωγή αναβιβάζει σε υψηλά ποσά, ουδόλως δηλώνονται. Αλλωστε, τα εισοδήματα από την εργασία της αυτή δεν ήταν σταθερά, ικανοποιητικά και αυξημένα, όπως η ίδια προσδιορίζει στην αγωγή της. Αν ήταν τόσο προσοδοφόρα, αυτή θα επεδίωκε να οργανώσει τις δραστηριότητες αυτές επαγγελματικά, δεν θα τις εγκατέλειπε για να πηγαίνει στις λαϊκές αγορές δύο φορές την εβδομάδα [και μάλιστα Σάββατο που έχουν ζήτηση οι υπηρεσίες της κομμώτριας] και δεν θα στρεφόταν σε αναζήτηση νέας επαγγελματικής δραστηριότητας.

Συγκεκριμένα, στις αρχές του έτους 2004 η ενάγουσα ξεκίνησε νέα επαγγελματική δραστηριότητα με συνέταιρο τη φίλη της …………….., ανοίγοντας κατάστημα λιανικής πώλησης ενδυμάτων και εσωρούχων, το αντιστοιχούν δε στην ίδια μέρος του κεφαλαίου για την έναρξη λειτουργίας του, ύψους 20.000 ευρώ, συνεισέφερε για λογαριασμό της ο εναγόμενος σύζυγός της. Η επιχείρηση αυτή επέφερε το έτος 2004 μειωμένα έσοδα, από τις αρχές όμως του έτους 2005 επέφερε στην ενάγουσα 2.500 ευρώ το μήνα, ποσό όμως που δεν διέθετε αυτή στο οικογενειακό εισόδημα, αλλά δαπανούσε για τις ανάγκες της επιχείρησης, η οποία τελικά έκλεισε μετά 5ετία. Περαιτέρω, η ενάγουσα καθόλη τη διάρκεια της έγγαμης συμβίωσης φρόντιζε και περιποιόταν τον εναγόμενο και τα παιδιά τους ασχολούμενη καθημερινά με τις οικιακές εργασίες και την ανατροφή των κοινών τους τέκνων και διαχειρίζονταν με σύνεση τα έσοδα της οικογένειας. Κατά την ανέγερση της υπό στοιχ. δ` παραπάνω οικοδομής επικαρπίας του εναγομένου και ψιλής κυριότητας του υιού της, που αποτέλεσε τη συζυγική οικία, η ενάγουσα ασχολήθηκε η ίδια με την επιλογή των δομικών υλικών και τη διακόσμηση της ιδιόκτητης αυτής οικογενειακής οικίας. Αυτή περαιτέρω, ενθάρρυνε και παρείχε αμέριστη συμπαράσταση στο σύζυγο της, με αποτέλεσμα να δημιουργεί ασφάλεια στο συζυγικό οίκο, αλλά και το κατάλληλο κοινωνικό και ψυχολογικό κλίμα για την απρόσκοπτη ενασχόληση του εναγομένου με την εργασία του. Οι υπηρεσίες αυτές υπήρξαν σημαντικές και υπερέβαιναν το μέτρο της υποχρέωσής της για συμβολή στις οικογενειακές ανάγκες δεδομένου ότι ο εναγόμενος δεν συμμετείχε στη διαχείριση του κοινού οίκου και τη φροντίδα των παιδιών, πλην της κάλυψης των οικονομικών αναγκών της οικογενείας. Ετσι, η ενάγουσα συνέβαλε ποικιλοτρόπως στην προαναφερόμενη περιουσιακή επαύξηση του εναγομένου. Ειδικότερα, συνέβαλε με την παροχή της προσωπικής της εργασίας στο επάγγελμα του μικροπωλητή του εναγομένου στις λαϊκές αγορές, με τα εισοδήματά της από την επαγγελματική της δραστηριότητα και με τις υπηρεσίες που προσέφερε για τη λειτουργία της συζυγικής οικίας και για την ανατροφή των παιδιών τους. Η συμβολή της αυτή έγινε κατά τη διάρκεια της έγγαμης συμβίωσης, αλλά απέδωσε καρπούς και κατά τη διάρκεια της τριετούς διάστασης. Εφόσον δεν αποδείχθηκε το ύψος των εισοδημάτων της ενάγουσας, δεν αποδεικνύεται και η πραγματική της συμβολή στην επαύξηση της περιουσίας του εναγομένου, τεκμαίρεται όμως ότι η συμβολή αυτής [ενάγουσας] ανέρχεται στο 1/3 της αύξησης της περιουσίας του εναγομένου, ήτοι στο ποσό των 97.356,33 [= 292.069X1/3] ευρώ, καθόσον ο εναγόμενος δεν απέδειξε ότι η ενάγουσα είχε μικρότερη του τεκμηρίου ή καμμία συμβολή στην αύξηση της περιουσίας του.

Οι διάδικοι ενόψει της διάσπασης της έγγαμης συμβίωσης, με το από 30-3-2005 έγγραφο ιδιωτικό συμφωνητικό αποφάσισαν τη λύση του γάμου τους με συναινετικό διαζύγιο, ρύθμισαν την επιμέλεια των παιδιών τους και ως προς τα περιουσιακά στοιχεία αποφάσισαν τα εξής: «…3. Ως προς την κοινή μας περιουσία αποφασίσαμε πως ο πρώτος συμβαλλόμενος, …………….., θα κρατήσει στην απόλυτη κυριότητα νομή και κατοχή του: ένα Ι.Χ.Φ. αυτοκίνητο με αριθμό κυκλοφορίας ……… μάρκας MERCEDES, ένα σκάφος με αριθμό ………… τύπου ΜΑΡΙΝΚΟ μετά της μηχανής του, ένα ακίνητο στο δημοτικό διαμέρισμα Μητρουσι μετά της αποθήκης του, δύο αγροτεμάχια στην τοποθεσία «ΛΑΣΚΑΡΗ» του αγροκτήματος Σερρών, ένα τροχόσπιτο, και ένα ισόγειο κατάστημα με υπόγειο επί του …ου χιλιομέτρου Σερρών-Νιγρίτας. Συμφωνείται τέλος πως ο καθένας θα διατηρήσει την ατομική του επιχείρηση ήτοι ο πρώτος την άσκηση του επαγγέλματος του μικροπωλητή και η δεύτερη την επιχείρηση που λειτουργεί στο όνομά της με αντικείμενο εμπορία ρούχων και που στεγάζεται επί της οδού ……………..».

Η συμφωνία αυτή των διαδίκων με την οποία ρυθμίστηκαν οι περιουσιακές σχέσεις των συζύγων πριν από τη λύση του γάμου τους και πριν από τη συμπλήρωση τριετούς διάστασης, πριν δηλαδή από τη γέννηση της ένδικης αξίωσης συμμετοχής στα αποκτήματα, τελούσε υπό την αναβλητική αίρεση της λύσης του γάμου με συναινετικό διαζύγιο, γεγονός όμως που δεν έλαβε χώρα. Συνεπώς, σύμφωνα μ` όσα ειπώθηκαν στη μείζονα σκέψη της προηγούμενης παραγράφου, η ρυθμιστική αυτή συμφωνία των διαδίκων για τα αποκτήματα, εφόσον δεν πληρώθηκε η αναβλητική αίρεση υπό την οποία τελούσε, δηλ. η λύση του γάμου με συναινετικό διαζύγιο, δεν επιφέρει έννομα αποτελέσματα. Ετσι, η συμφωνία αυτή δεν αποτελεί παραίτηση της ενάγουσας από την αξίωση συμμετοχής στα αποκτήματα και ως εκ τούτου δεν μπορεί να θεμελιώσει ανατρεπτική ένσταση του εναγομένου. Η δήλωση όμως του εναγομένου που περιλαμβάνεται στο έγγραφο αυτό συνιστά εξώδικη ομολογία του εναγομένου ότι τα αναφερόμενα σ` αυτό περιουσιακά στοιχεία που φέρονται στο όνομά του, είναι «κοινά» ήτοι ότι αποκτήθηκαν και με τη συμβολή της ενάγουσας, γεγονός που, πέραν των άλλων αποδεικτικών μέσων, συνηγορεί στην απόρριψη του ισχυρισμού του εναγομένου περί μηδενικής συμβολής της ενάγουσας στην αύξηση της περιουσίας του. Κατ` ακολουθία, είναι απορριπτέος ο ισχυρισμός του εναγομένου με τον οποίο ζητεί την απόρριψη της αγωγής λόγω παραιτήσεως της ενάγουσας από την αξίωση συμμετοχής στα αποκτήματα.

Μετά τις σκέψεις αυτές, πρέπει να απορριφθεί η αγωγή ως προς την κύρια βάση της, να γίνει δεκτή ως προς την επικουρική της βάση και να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να καταβάλει στην ενάγουσα 97.356,33 ευρώ, νομιμότοκα από την επίδοση της αγωγής.