ΔικηγοροςΔιαζυγιων.gr

Ποιο δίκαιο εφαρμόζεται σε οικογενειακές διαφορές μεταξύ συζύγων που μένουν σε διαφορετικές χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ποιο δικαστήριο είναι αρμόδιο.

Όπως δέχεται η με αριθμό 150/2022 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 3 του Κανονισμού (ΕΚ) 4/2009 του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 18ης Δεκεμβρίου 2008 «για τη διεθνή δικαιοδοσία, το εφαρμοστέο δίκαιο …. σε θέματα υποχρεώσεων διατροφής», που τέθηκε σε ισχύ στις 18.06.2011 και εφαρμόζεται έκτοτε ευθέως σχετικά με τις υποχρεώσεις διατροφής από οικογενειακές σχέσεις ή σχέσεις συγγένειας στα κράτη μέλη της ΕΕ για τα θέματα υποχρεώσεων διατροφής δικαιοδοσία έχει, διαζευκτικά, μεταξύ άλλων, (α) το δικαστήριο του τόπου της συνήθους διαμονής του εναγομένου ή (β) το δικαστήριο της συνήθους διαμονής του δικαιούχου. Όσον δε αφορά στο εφαρμοστέο δίκαιο, κατά τη διάταξη του άρθρου 15 του Κανονισμού, το διέπον τις υποχρεώσεις διατροφής δίκαιο προσδιορίζεται σύμφωνα με το πρωτόκολλο της Χάγης της 23ης Νοεμβρίου 2007 σχετικά με το εφαρμοστέο δίκαιο στις υποχρεώσεις διατροφής. Ειδικότερα, σύμφωνα με το άρθρο 4

παρ. 1 & 3 του Πρωτοκόλλου, σε περίπτωση υποχρεώσεων διατροφής γονέων έναντι των τέκνων τους, όταν ο δικαιούχος διατροφής έχει προσφύγει στην αρμόδια Αρχή του κράτους, στο οποίο ο υπόχρεος έχει τη διαμονή του, εφαρμοστέο είναι το δίκαιο του δικάζοντος δικαστή.

Αν λοιπόν η ενάγουσα, Ελληνίδα που κατοικεί στη Γερμανία, επιλέξει να προσφύγει στα Ελληνικά Δικαστήρια, το Δικαστήριο προβαίνει εντεύθεν στην εφαρμογή του Ελληνικού Δικαίου, επί τη βάσει του ως άνω άρθρου 4 παρ. 3 του ανωτέρω μνημονευθέντος Πρωτοκόλλου, το οποίο ισχύει για διαφορές όπως η επίδικη μετά την έναρξη ισχύος του Κανονισμού της 18.06.2011.

Η διάταξη αυτή, του άρθρου 4 παρ. 3 του προαναφερθέντος Πρωτοκόλλου, ουδόλως έρχεται καθ` οιονδήποτε τρόπο σε αντίθεση με την κατ` άρθρο 4 του Συντάγματος προστατευόμενη αρχή της ισότητας ούτε η ενάγουσα, επιλέγοντας τα Ελληνικά Δικαστήρια για την άσκηση της υπό κρίση αγωγής της, υπερέβη καθ` οιονδήποτε τρόπο και δη προφανώς τα όρια, που επιβάλλονται από τα χρηστά ήθη, από την καλή πίστη, καθώς και από τον κοινωνικό και οικονομικό σκοπό του σχετικού δικαιώματος, ώστε δεν μπορεί να θεωρηθεί ως καταχρηστική και εντεύθεν ως απαγορευμένη κατά την έννοια του άρθρου 281 Α.Κ. και 116 Κ.Πολ.Δικ.