ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΜΕΤΑ ΑΠΟ ΔΙΑΖΥΓΙΟ – ΤΟ ΤΕΚΜΗΡΙΟ ΤΟΥ 1/3

Σε μία ενδιαφέρουσα απόφαση σχετικά με τα δικαιώματα των συζύγων στην περιουσία που αποκτήθηκε κατά τη διάρκεια του γάμου και συγκεκριμένα κρίνοντας αγωγή της συζύγου με την οποία διεκδικούσε το δικαίωμα συμμετοχής της στα αποκτήματα του συζύγου της, ο Άρειος Πάγος  δέχθηκε τα εξής:

Περαιτέρω, κατά το άρθρο 1400 παρ.1 ΑΚ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 15 του 1529/1983, “Αν ο γάμος λυθεί ή ακυρωθεί και η περιουσία του ενός συζύγου έχει, αφότου τελέσθηκε ο γάμος, αυξηθεί, ο άλλος σύζυγος, εφόσον συνέβαλε με οποιονδήποτε τρόπο στην αύξηση αυτή, δικαιούται να απαιτήσει την απόδοση του μέρους της αύξησης το οποίο προέρχεται από τη δική του συμβολή. Τεκμαίρεται ότι η συμβολή αυτή ανέρχεται στο ένα τρίτο της αύξησης, εκτός αν αποδειχθεί μεγαλύτερη ή μικρότερη ή καμία συμβολή“. Κατά την παρ. 2 του ίδιου άρθρου “Η προηγούμενη παράγραφος εφαρμόζεται αναλογικά και στην περίπτωση διάστασης των συζύγων, που διάρκεσε περισσότερο από τρία χρόνια”. Η απαίτηση του κάθε συζύγου από το άρθρο 1400 ΑΚ είναι, κατ` αρχήν, ενοχή αξίας, δηλαδή χρηματική ενοχή, αντικείμενο της οποίας αποτελεί η χρηματική αποτίμηση της αύξησης της περιουσίας του υπόχρεου συζύγου, που προέρχεται από τη συμβολή του δικαιούχου άμεση ή έμμεση (ΟλΑΠ 28/1996).

Ως αύξηση νοείται όχι μία συγκεκριμένη κτήση, αλλά η διαφορά που υπάρχει στην περιουσιακή κατάσταση του υπόχρεου σε δύο διαφορετικά χρονικά σημεία, ήτοι κατά την τέλεση του γάμου (αρχική περιουσία) και κατά τον χρόνο που γεννάται η αξίωση για συμμετοχή στα αποκτήματα (τελική περιουσία). Από τη σύγκριση της αξίας αυτών, αναγόμενης σε τιμές του χρόνου της έγερσης της αγωγής θα κριθεί αν υπάρχει αύξηση της περιουσίας του ενός συζύγου που να δικαιολογεί την αξίωση του άλλου για συμμετοχή στα αποκτήματα.

Η συμβολή του δικαιούχου συζύγου στην αύξηση της περιουσίας του υπόχρεου συζύγου, υπό την έννοια των διατάξεων του άρθρου 1400 ΑΚ, μπορεί να συνίσταται όχι μόνο στην παροχή κεφαλαίου με οποιαδήποτε μορφή, αλλά και στην παροχή υπηρεσιών, αποτιμωμένων σε χρήμα, ακόμη και υπηρεσιών, οι οποίες παρέχονται στον συζυγικό οίκο για την επιμέλεια και ανατροφή των τέκνων, όταν και κατά το μέτρο που αυτές δεν επιβάλλονται από την, κατά τα άρθρα 1389 και 1390 ΑΚ, υποχρέωση συνεισφοράς στην αντιμετώπιση των οικογενειακών αναγκών, κατά το οποίο ο υπόχρεος σύζυγος έμεινε απερίσπαστος από την εκπλήρωση της αντίστοιχης υποχρέωσής του σε συνεισφορά στην αντιμετώπιση των οικογενειακών αναγκών και έτσι εξοικονόμησε δαπάνες και δυνάμεις που συνέβαλαν στην επαύξηση της περιουσίας του (ΑΠ 1978/2014). Συγκεκριμένα, κατά την διάταξη του άρθρου 1389 ΑΚ οι σύζυγοι έχουν την υποχρέωση να συνεισφέρουν από κοινού, ο καθένας ανάλογα με τις δυνάμεις του, για την αντιμετώπιση των αναγκών της οικογένειας και η συνεισφορά αυτή γίνεται με οποιοδήποτε τρόπο, όπως με την προσωπική εργασία, τα εισοδήματά τους και την περιουσία τους, κατά δε τη διάταξη του άρθρου 1390 του ιδίου Κώδικα στην υποχρέωση του προηγουμένου άρθρου περιλαμβάνονται η αμοιβαία υποχρέωση των συζύγων για διατροφή τους, η κοινή υποχρέωση για διατροφή των τέκνων τους και γενικά η υποχρέωση για συμβολή τους στη λειτουργία του κοινού οίκου.

Από τα ανωτέρω προκύπτει, ότι προϋποθέσεις της αξίωσης συμμετοχής στα αποκτήματα του ενός συζύγου από τον άλλο με βάση το άρθρο 1400 ΑΚ είναι: α) η λύση ή ακύρωση του γάμου ή, κατ` ανάλογη εφαρμογή, η συμπλήρωση τριετούς διάστασης των συζύγων, β) η αύξηση της περιουσίας του ενός των συζύγων κατά τη διάρκεια του γάμου γ) η συμβολή του άλλου συζύγου στην αύξηση αυτή με οποιονδήποτε τρόπο, περιλαμβανομένης και της υπερβαίνουσας το μέτρο της συνεισφοράς του ενάγοντος συζύγου συμβολής του στις τρέχουσες οικογενειακές δαπάνες, με χρηματικές εισφορές ή εισφορές χρήσης ακινήτου για στέγαση της οικογένειας ή με παροχή προσωπικών υπηρεσιών στην αντιμετώπιση των οικογενειακών εν γένει αναγκών και δ) η αιτιώδης σχέση της συμβολής αυτής προς την αύξηση της περιουσίας του εναγομένου συζύγου (ΑΠ 492/2017).

Όταν όμως ζητείται η επιδίκαση του τεκμαιρομένου ποσοστού (1/3) των αποκτημάτων, ο ενάγων θα δικαιούται το ένα τρίτο από την επαύξηση της περιουσίας του άλλου συζύγου, χωρίς να χρειάζεται να επικαλεσθεί και αποδείξει οποιαδήποτε συμβολή του στην αύξηση αυτή, υπό την προϋπόθεση βέβαια της επίκλησης και απόδειξης τέτοιας αύξησης της περιουσίας του άλλου συζύγου (ΑΠ 1550/2018). Ωστόσο, ο εναγόμενος, ως υπόχρεος σύζυγος, του οποίου η περιουσία φέρεται ότι αυξήθηκε με τη συμβολή του ενάγοντος συζύγου, μπορεί να προβάλει, μεταξύ άλλων, και στις δύο περιπτώσεις του άρθρου 1400 ΑΚ, ότι η συμβολή του ενάγοντος ήταν κάτω από το ένα τρίτο ή ότι δεν υπάρχει κάποια συμβολή. Για να γίνει όμως δεκτή η ανυπαρξία συμβολής που αποκλείει την αξίωση συμμετοχής στα αποκτήματα, θα πρέπει ο εναγόμενος σύζυγος, να επικαλεσθεί και αποδείξει, ότι ο δικαιούχος της αξίωσης συμμετοχής σύζυγος, είτε δεν μπορούσε εκ των πραγμάτων, είτε δεν ήθελε να συμβάλει και ότι η επαύξηση της περιουσίας οφείλεται μόνο στον ίδιο …

Έτσι που έκρινε το Εφετείο, παραβίασε εκ πλαγίου την προαναφερόμενη ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 1400 ΑΚ και στέρησε την προσβαλλόμενη απόφασή του από νόμιμη βάση, καθόσον διέλαβε ασαφείς, ανεπαρκείς και αντιφατικές αιτιολογίες, που καθιστούν ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο, ως προς την ορθή ή μη εφαρμογή της διάταξης αυτής αναφορικά με το ουσιώδες ζήτημα της μη συμβολής της αναιρεσείουσας στην επαύξηση της περιουσίας του αναιρεσίβλητου κατά το τεκμήριο του 1/3.

Ειδικότερα, α) ενώ αρχικά δέχεται ότι η ενάγουσα εργαζόταν μέχρι το μήνα Απρίλιο του 2001, οπότε και παραιτήθηκε, ως υπάλληλος στην κατασκευαστική εταιρία με την επωνυμία “ΜΟΡΦΗ Ο.Ε.” και από την εργασία της αυτή αποκόμισε εισοδήματα ύψους 1) 2.217.931 δρχ. για το οικονομικό έτος 2000 (μηνιαία 184.827 δρχ.) και 2) 247.001 δρχ. για το οικονομικό έτος 2001, ακολούθως δέχεται, κατά τρόπο αντιφατικό, ότι σταμάτησε να εργάζεται τον Απρίλιο του 2001 και συνεπώς δεν είχε εισοδήματα από την αιτία αυτή κατά τη διάρκεια του γάμου, με αποτέλεσμα να μην προκύπτει σαφώς τι δέχεται, τελικά, το εφετείο ως προς το ζήτημα αυτό, δηλαδή είχε ή δεν είχε εισοδήματα από την εργασία της η αναιρεσείουσα κατά τη διάρκεια του γάμου, β) διαλαμβάνει ότι δεν αποδεικνύεται ότι η αναιρεσείουσα διέθετε το ποσό των 30.000 ευρώ ως αποταμίευση από την εργασία της, πλην όμως, λόγω της πιο πάνω αντίφασης, προκαλείται ασάφεια, αν για να καταλήξει το δικαστήριο της ουσίας στην παραδοχή αυτή έλαβε ή όχι υπόψη την ύπαρξη εισοδημάτων της αναιρεσείουσας κατά τη διάρκεια του γάμου, γ) δέχεται ότι μέρος του τιμήματος, που ο αναιρεσίβλητος κατέβαλε για την απόκτηση του ένδικου διαμερίσματος, ποσού 103.000,00 ευρώ, προερχόταν από ισόποσο στεγαστικό δάνειο που έλαβε ο αναιρεσίβλητος επ’ ονόματί του και, επίσης, ότι η αποπληρωμή αυτού γινόταν με μηνιαίες δόσεις προς την τράπεζα, τις οποίες διενεργούσε η αδελφή του αναιρεσιβλήτου, χωρίς όμως να διαλαμβάνει σαφή παραδοχή ότι οι μηνιαίες αυτές δόσεις καταβάλλονταν αποκλειστικά με δικά του χρήματα, δεδομένου ότι δεν αρκεί ότι τα εισοδήματά του δικαιολογούσαν την καταβολή των μηνιαίων δόσεων, αν δεν αποδεικνύεται και ότι πράγματι κατέβαλε τα αντίστοιχα ποσά, με αποτέλεσμα να μην αιτιολογείται επαρκώς η παραδοχή της προσβαλλόμενης απόφασης περί μηδενικής συμβολής της αναιρεσείουσας, ενόψει και της έτερης ανέλεγκτης παραδοχής για είσπραξη μισθωμάτων από την τελευταία από την εκμίσθωση του διαμερίσματός της και, ειδικότερα, ότι η αναιρεσείουσα εκμίσθωνε αυτό καθ’ όλη τη διάρκεια της έγγαμης συμβίωσής της σε τρίτους εισπράττοντας μισθώματα συνολικού ύψους 1) 3.676,91 ευρώ για το οικονομικό έτος 2003, (μηνιαίο 306,40 ευρώ), 2) 3.797,07 ευρώ για το οικονομικό έτος 2004 ( μηνιαίο 316,42 ευρώ) και 3) 3.867,57 ευρώ για το οικονομικό έτος 2005 (μηνιαίο 322,29 ευρώ), 4) 3.605,20 ευρώ για το οικονομικό έτος 2006, 5) 4.065,66 ευρώ για το οικονομικό έτος 2007, 6) 4.442,01 ευρώ για το οικονομικό έτος 2009, και δ) δέχεται, επίσης, ότι αναπόδεικτος τυγχάνει ο ισχυρισμός της ενάγουσας περί καταβολής από την ίδια των οφειλόμενων δόσεων του δανείου από το μίσθωμα που εισέπραττε η ίδια, καίτοι δεν διαλαμβάνει, όπως αναφέρθηκε, σαφή παραδοχή περί καταβολής των μηνιαίων δόσεων του δανείου αποκλειστικά με χρήματα του αναιρεσιβλήτου, με αποτέλεσμα να καθίσταται ασαφές, αν το εφετείο στήριξε το αποδεικτικό του πόρισμα στο τελευταίο αυτό γεγονός, δηλαδή στην καταβολή των δόσεων του δανείου με χρήματα του αναιρεσιβλήτου, ή, αντιθέτως, στη μη απόδειξη της συμμετοχής της αναιρεσείουσας στην εξόφληση των εν λόγω δόσεων με χρήματα από τα εισπραττόμενα μισθώματα (κατ’ αντιστροφή, μάλιστα, του σχετικού βάρους), όπως και στη μη απόδειξη της είσπραξης ποσού 3.000.000 δρχ., ως αποζημίωση απόλυσης και της δωρεάς από τη μητέρα της ποσού 18.000,00 ευρώ, πράγμα που ασκεί ουσιώδη επιρροή, ενόψει του καθιερούμενου τεκμηρίου της συμβολής στα αποκτήματα κατά το 1/3, στο οποίο θεμελιώνεται και η ένδικη αξίωση της αναιρεσείουσας, οπότε αυτή μοναδική προϋπόθεση έχει τη επαύξηση της περιουσίας του αναιρεσιβλήτου κατά τη διάρκεια του γάμου, χωρίς να απαιτείται επίκληση και απόδειξη της δικής της συμβολής. Επομένως, οι δεύτερος και τρίτος, κατά τα οικεία σκέλη τους, από τον αρ. 19 του άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δ., λόγοι της αίτησης αναίρεσης, με τους οποίους αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια της έλλειψης νόμιμης βάσης, λόγω ανεπαρκών, ασαφών και αντιφατικών αιτιολογιών, είναι βάσιμος.