ΤΟ ΤΕΚΜΗΡΙΟ ΤΟΥ 1/3 ΤΗΣ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ ΤΟΥ ΓΟΝΕΑ ΜΕ ΤΟΝ ΟΠΟΙΟ ΔΕΝ ΔΙΑΜΕΝΕΙ ΤΟ ΠΑΙΔΙ
Οι έμπειροι δικηγόροι διαζυγίων του γραφείου μας έχουν χειριστεί χιλιάδες υποθέσεις οικογενειακού δικαίου και έχουν επιτύχει τη ρύθμιση της επικοινωνίας του γονέα με τον οποίο δεν διαμένει το τέκνο με τον καλύτερο και επιθυμητό για τον εντολέα μας τρόπο.
Με τον νέο νόμο ορίζεται ως ελάχιστο τεκμήριο χρόνου επικοινωνίας του ανηλίκου τέκνου με τον γονέα, με τον οποίο δεν διαμένει, το 1/3 του συνολικού χρόνου. Παρακάτω σας παραθέτουμε μία πρόσφατη απόφαση που ρύθμισε το δικαίωμα επικοινωνίας του πατέρα με το ανήλικο παιδί στο 1/3 του συνολικού χρόνου:
Εξάλλου, η διάταξη του άρθρου 1520 ΑΚ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 13 του Ν. 4800/2021, προβλέπει ότι “Ο γονέας με τον οποίο δεν διαμένει το τέκνο, έχει το δικαίωμα και την υποχρέωση της, κατά το δυνατό, ευρύτερης επικοινωνίας με αυτό, στην οποία περιλαμβάνονται τόσο η φυσική παρουσία και επαφή του με το τέκνο, όσο και η διαμονή του τέκνου στην οικία του. Ο γονέας με τον οποίο διαμένει το τέκνο οφείλει να διευκολύνει και να προωθεί την επικοινωνία του τέκνου με τον άλλο γονέα σε τακτή χρονική βάση.
Ο χρόνος επικοινωνίας του τέκνου με φυσική παρουσία με τον γονέα, με τον οποίο δεν διαμένει, τεκμαίρεται στο ένα τρίτο (1/3) του συνολικού χρόνου, εκτός αν ο γονέας αυτός ζητά μικρότερο χρόνο επικοινωνίας, ή επιβάλλεται να καθορισθεί μικρότερος ή μεγαλύτερος χρόνος επικοινωνίας για λόγους που αφορούν στις συνθήκες διαβίωσης ή στο συμφέρον του τέκνου, εφόσον, σε κάθε περίπτωση, δεν διαταράσσεται η καθημερινότητα του τέκνου. Αποκλεισμός ή περιορισμός της επικοινωνίας είναι δυνατός μόνο για εξαιρετικά σοβαρούς λόγους, ιδίως όταν ο γονέας με τον οποίον δεν διαμένει το τέκνο, κριθεί ακατάλληλος να ασκεί το δικαίωμα επικοινωνίας. Για τη διαπίστωση της ακαταλληλότητας του γονέα το δικαστήριο μπορεί να διατάξει κάθε πρόσφορο μέσο, ιδίως την εκπόνηση εμπεριστατωμένης έκθεσης κοινωνικών λειτουργών ή ψυχιάτρων ή ψυχολόγων.
Οι γονείς δεν έχουν το δικαίωμα να εμποδίζουν την επικοινωνία του τέκνου με τους ανώτερους ανιόντες και τους αδελφούς του, εκτός αν συντρέχει σπουδαίος λόγος. Οι γονείς δεν έχουν το δικαίωμα να εμποδίζουν την επικοινωνία του τέκνου με τρίτους που έχουν αναπτύξει μαζί του κοινωνικοσυναισθηματική σχέση οικογενειακής φύσης, εφόσον με την επικοινωνία εξυπηρετείται το συμφέρον του τέκνου. Τα σχετικά με την επικοινωνία ζητήματα καθορίζονται ειδικότερα είτε με έγγραφη συμφωνία των γονέων είτε από το δικαστήριο. Στην περίπτωση αυτή εφαρμόζεται και η παρ. 4 του άρθρου 1511. Όταν συντρέχει περίπτωση κακής ή καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος επικοινωνίας, ο άλλος γονέας ή κάθε ένας από τους γονείς, αν πρόκειται για επικοινωνία με τρίτο, μπορεί να ζητήσει από το δικαστήριο τη μεταρρύθμιση της επικοινωνίας.”.
Υπό τη νέα ρύθμιση καθιερώνεται ελάχιστο τεκμήριο χρόνου επικοινωνίας του τέκνου με τον γονέα με τον οποίο δεν διαμένει. Σύμφωνα με την Αιτιολογική έκθεση, «η καθιέρωση του ανωτέρω τεκμηρίου δημιουργεί μια υπαρκτή βάση διαλόγου μεταξύ των γονέων, ώστε να αποφεύγονται οι εντάσεις και οι διαφωνίες μεταξύ τους, ως προς το δικαίωμα επικοινωνίας του τέκνου με τον γονέα με τον οποίο δεν διαμένει, οι οποίες αποβαίνουν εν τέλει σε βάρος του τέκνου». Επιπλέον, από τη διατύπωση της ρύθμισης συνάγεται ότι το δικαίωμα επικοινωνίας του άρθρου 1520 ΑΚ είναι λειτουργικό δικαίωμα, όπως και το δικαίωμα της γονικής μέριμνας, διότι συνιστά και υποχρέωση του γονέα ο οποίος δεν διαμένει με το τέκνο.
Επίσης προβλέπεται ως ειδική υποχρέωση του γονέα με τον οποίο διαμένει το τέκνο η διευκόλυνση και η προώθηση της επικοινωνίας του τέκνου με τον άλλο γονέα, η οποία νοείται ως η εμφύσηση στο παιδί καλών αισθημάτων για τον άλλο γονέα και η καλή συνεργασία προκειμένου να καθοριστούν οι πρακτικές λεπτομέρειες της άσκησης του δικαιώματος επικοινωνίας (βλ. Ε. Κουνουγέρη-Μανωλεδάκη, ο.π. σελ 338). Περαιτέρω, ο χρόνος επικοινωνίας του τέκνου με φυσική παρουσία με τον γονέα, με τον οποίο δεν διαμένει, τεκμαίρεται στο ένα τρίτο (1/3) του συνολικού χρόνου, εκτός αν ο γονέας αυτός ζητά μικρότερο χρόνο επικοινωνίας, ή επιβάλλεται να καθορισθεί μικρότερος ή μεγαλύτερος χρόνος επικοινωνίας για λόγους που α φορούν στις συνθήκες διαβίωσης ή στο συμφέρον του τέκνου, εφόσον, σε κάθε περίπτωση, δεν διαταράσσεται η καθημερινότητα του τέκνου.
Η εν λόγω ρύθμιση εισάγει μαχητό τεκμήριο ως προς το χρόνο επικοινωνίας του τέκνου με φυσική παρουσία με τον γονέα, με τον οποίο δεν διαμένει, καθοριζόμενου στο ένα τρίτο (1/3) του συνολικού χρόνου, θέτει ως στόχο την ομαλή ψυχοπνευματική του ανάπτυξη τέκνου και την ολοκλήρωση της προσωπικότητάς του και ταυτόχρονα την αποφυγή δικαστικών διενέξεων και εντάσεων μεταξύ των γονέων, οι οποίες αντιβαίνουν το συμφέρον του τέκνου (βλ. Αιτιολογική Έκθεση).
Εξάλλου, «συνολικός χρόνος» είναι αυτός που προσδιορίζεται ημερολογιακά, ήτοι το ένα τρίτο (1/3) της εκάστοτε χρονικής περιόδου που διανύει το παιδί στη ζωή του (σχολική χρονιά, θερινές ή εορταστικές διακοπές κ.ο.κ.), χωρίς να ενδιαφέρει ο εννοιοκρατικός υπολογισμός του 1/3 εκ του συνόλου των ωρών ενός έτους (Α. Βαλτούδης, Συνεπιμέλεια και εναλλασσόμενη κατοικία στο νέο οικογενειακό δίκαιο, ΕλλΔνη 2021, σελ. 1007). Η εκδοχή ότι για τον καθορισμό του χρόνου επικοινωνίας και τον υπολογισμό του τεκμηρίου πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ο συνολικός διαθέσιμος χρόνος του τέκνου δημιουργεί περαιτέρω ασάφειες και άρα κίνδυνο για περαιτέρω δικαστικές διενέξεις μεταξύ των γονέων, ως προς τον προσδιορισμό του χρόνου αυτού (διαθέσιμου), ιδίως κατά τη διάρκεια του ακαδημαϊκού έτους όπου είναι αυξημένες όχι μόνο οι καθημερινές υποχρεωτικές σχολικές δραστηριότητες του ανηλίκου τέκνου, αλλά και οι αναγκαίες εξωσχολικές δραστηριότητες που κατατείνουν στην ψυχοπνευματική του ανάπτυξη και την κοινωνική του ανέλιξη (αθλητικές, καλλιτεχνικές κ.α.), ενώ παράλληλα ανακύπτει ζήτημα αν για τον προσδιορισμό του χρόνου αυτού (διαθέσιμου) θα λαμβάνεται ή όχι ο χρόνος ανάπαυσης, ψυχαγωγίας και των κοινωνικών συναναστροφών του τέκνου και ιδίως με τους συνομηλίκους του, αλλά και για το ποια είναι η διάρκεια και ποιος ο είναι ο αναγκαίος χρόνος για την πραγμάτωση όλων των ανωτέρων, προκειμένου αφού υπολογισθούν χρονικά οι ανελαστικές (π.χ. σχολικές δραστηριότητες, ανάπαυση) και ελαστικές (πχ. ψυχαγωγία) ανωτέρω ανάγκες του ανηλίκου τέκνου να εξευρεθεί ο διαθέσιμος συνολικός χρόνος επί του οποίου θα ισχύσει το άνω τεκμήριο.